- ζητούμενος
- ζητέωseekpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζητουμένως — (AM) επίρρ. με αναζήτηση, με διερευνητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσοπαθητ. ενεστ. ζητούμενος τού ρ. ζητώ πρβλ. και ουσ. ζητούμενο(ν), το] … Dictionary of Greek
χι — το / χῑ, ΝΜΑ, και χεῑ ΜΑ άκλ. το εικοστό δεύτερο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου νεοελλ. 1. καθετί που έχει το σχήμα τού Χ 2. μαθημ. α) το σημείο του πολλαπλασιασμού β) ο ζητούμενος αριθμός («ο άγνωστος χ») 3. είδος δαντέλας 4. ναυτ. διασταύρωση… … Dictionary of Greek
ԽՆԴՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0953 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա.գ. ζητούμενος, ον, ζήτημα quaesitus, quaestio. Որ ինչ հայի ʼի խնդիրս տարակուսանաց. հարցաքննական. եւ Խնդիր առաջարկեալ. *Այն իսկ է խնդրականացն լուծումն: Զխնդրականսն միայն ուսանել:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)